- καπνέλαιον
- καπν-έλαιον, τό,A oily resin from trees, Gal.13.626, Alex.Trall.3.2.II = καπνιστὸν ἔλαιον, Edict.Diocl.Delph.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καπνέλαιον — oily resin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνελαίου — καπνέλαιον oily resin neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνελαίῳ — καπνέλαιον oily resin neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
καπνέλαιο — Φυτικό έλαιο που λαμβάνεται από την εκχύλιση αλεσμένων σπερμάτων καπνού, στα οποία περιέχεται σε αναλογία 30 45%. Το κ. είναι εδώδιμο και κατατάσσεται στα ξηραινόμενα έλαια. Μία από τις κύριες χρήσεις του είναι στην παρασκευή ελαιοχρωμάτων,… … Dictionary of Greek